Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Μα εσύ έφυγες νωρίς


 Για τον Μ.Φ.


Πάει καιρός από τότε που έμαθα τα νέα . Ένας χρόνος , αλλά φάνηκε ατέλειωτος . Σταμάτησα να τον μετράω με λεπτά , ώρες , μέρες . Τον υπολόγιζα από λεξεις που ήθελα να πω αλλά έμεναν κολλημένες στο λαρύγγι μου . Δεν μπορώ πλέον να τις συμμαζέψω . Είναι αναρίθμητες , είναι σκονισμένες και κυρίως δεν έχουν παραλήπτη .
   Αν ήσουν κοντά , κάτω στον δρόμο ή στο δίπλα στενό θα περνούσα για δυο λεπτά να στις ξεστομίσω . Με τον καιρό να ξέρεις όσα δεν είπεις γίνονται πέτρες μέσα σου και σε βαραίνουν . Αλήθεια , δοκίμασε να μιλήσεις , να σκεφτείς δυνατά και αμέσως θα νιώσεις πιο ανάλαφρος . Άραγε αν οι πέτρες μπορούσαν να μιλήσουν δε θα γίνονταν πιο ελαφρυές ;
  Δεν είσαι όμως κοντά. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζω τώρα . Δεν είσαι στην διπλανή πόρτα ή στο τέλος του δρόμου . Δεν είσαι καν στην γραμμή του τηλεφώνου . Προσπαθώ να σε επινοήσω  . Να σε δημιουργήσω και να σε βάλω στην καθημερινότητά μου ξανά . Κάθε προσπάθεια λήγει τραγικά με άσχημες γκριμάτσες και χαμηλωμένα μάτια .
   Πώς θα μπορούσα να σε ξανά φτιάξω όταν δεν μπορώ καλά καλά να θυμηθώ την χροιά της φωνής σου ; Αυτή , το ομολογώ , είναι η μεγαλύτερη απώλεια που γεύτηκα . Δεν σταματώ τις προσπάθειες και ας λήγουν τραγικά . Ούτε σταματώ να παίζω με διάφορους ήχους και συνδυασμούς από νότες στο μυαλό μου μέχρι να βρώ μια φωνή να σου ταιριάζει . Βάζω ένα " ντο "  για να έχω αρχή και κολλάω τα "ρε " , τα "λα " , τα "μι" .
    Σαν κουραστώ με τα πειράματα ανακατεύω τις νότες , τα χρώματα και τις εικόνες . Διαλύω τα πάντα στο κεφάλι μου  και έπειτα με μια σκούπα συμμαζεύω τα κομμάτια που έμειναν . Δεν τα πετάω . Δεν μπορώ να τα πετάξω . Είναι δικά μου και είναι από εσένα και αυτό στο τέλος της ημέρας είναι η μόνη μου παρηγοριά .
   Όταν πνίγομαι μερικές φορές τα βράδια και ο αέρας φαίνεται σαν να εγκαταλέιπει το δωμάτιο ανοίγω το παράθυρο . Αφήνω να μπει μέσα όλη η δροσιά του δρόμου και αναπνέω. Βαθιές , διαδοχικές ανάσες επιβραδύνουν τους χτύπους της καρδιάς μου που βροντάει στο στήθος μου σαν τύμπανο  . Κλείνω τα μάτια . Τα σφίγγω να μείνουν κλειστά , γιατί η δροσιά που ακουμπάει το πρόσωπό μου σε θυμίζει . Θυμίζει τον τρόπο που απελευθερωνόταν η ψυχή μου όταν ήσουν κοντά της να την κρατάς - από το χέρι  πάντα μη σκοντάψει .
    Ξεφεύγω για λίγο από το τώρα . Από την αρρωστημένη ματιά του φεγγαριού . Από όλα εκείνα τα "αντιο" που συσσωρεύονται στο λαιμό  μου κάθε φορά που θυμάμαι πως η θέση σου στον καναπέ απέμεινε κενή .  Μα εσύ έφυγες νωρίς , φίλε μου . Δυσανασχετώ κάθε φορά που επανέρχομαι σ' αυτήν την συνειδητοποίηση  . Μόλις ανοίξω τα μάτια και βλέπω την θέα του απεναντινού σπιτιού να στέκει εκεί ακίνητο ,επιβλητικό , αυστηρό τότε γυρνάει και η απόγνωση . Το μισώ αυτό το σπίτι . Ειδικά , τον τελευταίο χρόνο που στάθηκε τόσο αλύγιστο όταν έφυγες . Ακόμα έτσι στέκεται . Τίποτα δεν το συγκινεί .  Το μισώ αυτό το σπίτι . 




Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο σε έναν άνθρωπο που αγαπώ πάρα πολύ και που θαυμάζω απεριόριστα . Δυστυχώς , ο φίλος μου αυτός πήγε ένα ταξίδι που δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω . Του το είχα πει πολλές φορές να μην πηγαίνει όπου εγώ δεν μπορούσα να πάω , αλλά ήταν αδάμαστη ψυχή και σχεδόν ποτέ δεν με άκουγε . Αφιερωμένο για εσένα , λοιπόν , παλιόφιλε . Σε αγαπάω πολύ και να προσέχεις . Σου Αφιερώνω επίσης και το τραγούδι του Marco Mengoni " Ti ho voluto bene veramente"  που κάθε φορά που το ακούω χαμογελάω από το πόσο τέλεια περιγράφει όλα όσα εγώ θέλω να σου πω . 



Così sono partito per un lungo viaggio
Lontano dagli errori e dagli sbagli che ho commesso
Ho visitato luoghi
Per non doverti rivedere
E più mi allontanavo
E più sentivo di star bene
E nevicava molto
Però
Io camminavo
A volte ho acceso un fuoco per il freddo e ti pensavo
Sognando ad occhi aperti
Sul ponte di un traghetto
Credevo di vedere dentro il mare
Il tuo riflesso
Le luci dentro al porto
Sembravano lontane
Ed io che mi sentivo
Felice di approdare
E mi cambiava il volto
La barba mi cresceva
 Trascorsi giorni interi senza dire una parola
E quanto avrei voluto in quell'istante che
Ci fossi
Perché ti voglio bene veramente
E non esiste un luogo dove non mi torni in mente
Avrei voluto averti veramente
E non sentirmi dire
Che non posso farci niente
Avrei trovato molte più risposte
Se avessi chiesto a te
Ma non fa niente
 Non posso farlo ora che sei così lontana
 Mi sentirei di dirti
Che il viaggio cambia un uomo
E il punto di partenza
Sembra ormai così lontano
La meta non è un posto
Ma è quello che proviamo
E non sappiamo dove
Nè quando ci arriviamo
 Trascorsi giorni interi senza dire una parola
Credevo che fossi davvero lontana
Sapessimo prima di quando partiamo
Che il senso del viaggio é la meta e il richiamo
Perché ti voglio bene veramente
E non esiste un luogo dove non mi torni in mente
Avrei voluto averti veramente
E non sentirmi dire che non posso farci niente
Avrei trovato molte piú risposte
Se avessi chiesto a te
Ma non fa niente
Non posso farlo ora
Che sei cosí lontana
Non posso farlo ora

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου