Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Μία πολύ ανθρώπινη ιστορία

Το ρολόι σήμανε τρεις . Τρεις ακριβώς . Ήταν η ώρα του φαγητού, όλοι θα μαζεύονταν στην τραπεζαρία, θα κοίταζαν την λευκή πορσελάνη και δεν θα αντάλλαζαν κανένα φθόγγο. Όχι , δεν μισούσαν ο ένας τον άλλον , ήταν περισσότερο σαν ένα είδος πειθαρχίας όπου αδιαφορούσες για τις λεπτομέρειες . Λεπτομέρειες όπως ένα χαμόγελο , ένα βλέμμα γεμάτο μυστήριο , το χρώμα των ματιών .
     "Δεν μπορεί αυτοί να είναι άνθρωποι . " σκεφτόταν ολοένα και πιο συχνά ο Χάρι . Η επιμονή αυτής της σκέψης ενώ στην αρχή τον έκανε να νιώθει ενοχές για τον τρόπο που αισθανόταν , σταδιακά μετατρεπόταν σε κάτι πιο παγιωμένο , σαν ένα γεγονός αυταπόδεικτο ίσως . Έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να δραπετεύσει από εκείνο το μέρος που ποτέ τίποτα δεν χάνει για λίγο τον έλεγχο .
  Εκεί μεγάλωσε ,όμως . Το μέρος ήταν ποτισμένο με μυρωδιές χρωματισμένες με εκείνη  την ιδιαίτερη αθωότητα των παιδικών του χρόνου. Πίστευε πως τα χρώματα αυτά μάλιστα ήταν τόσο ζωντανά και διαφορετικά σε σχέση με αυτά που είχε δει , ώστε να έπρεπε κάποιος να εφεύρει γι'αυτά καινούρια ονόματα . Έτσι , ποτέ δεν έκανε εκείνο το βήμα , να πιάσει επιτέλους το μπουφάν του και να φύγει . Η απόφαση διέσχιζε το μυαλό του  , μα τα χέρια του έτρεμαν πολύ για να ανοίξουν την πόρτα .
  Και την Ελάιζα ; Τι θα έλεγε η Ελάιζα ; Θα τον ακολουθούσε ή θα επέμενε να μείνουν εκεί ; Την σεβόταν αρκετά για να πάρει μόνος του την πρωτοβουλία . Ήθελε και την δική της γνώμη . Περισσότερο μάλλον ήθελε την δική της στήριξη  γιατί ο ίδιος ήταν που φοβόταν να αποδεσμευτεί από την ασφάλεια του . Τόσα χρόνια φορούσε τις αλυσίδες του και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τις ξεκλειδώσει και τώρα που βρήκε το κλειδί  στεκόταν αμήχανος να το κοιτάει .
   Πόσο θα ήθελε να πει σε κάποιον "Έλα τώρα ξεκλείδωσε με " για να μην χρειαστεί να το κάνει ο ίδιος . Δεν είχε μάθει να ζει με την ευθύνη της ελευθερίας του . Δεν είχε μάθει να ζει με έναν συνειδητό εαυτό .  Η μόνη επιλογή που ήξερε πως του άνηκε ολοκληρωτικά ήταν η Ελάιζα . Μαζί της δεν αισθανόταν να πνίγεται στα λόγια του . Μπορούσε να σκεφτεί δυνατά και να βγάλει την μάσκα του καθωσπρεπισμού .
  Δεν μπορούσε λοιπόν να την αφήσει πίσω .  Θα της το πρότεινε το ίδιο βράδυ κιόλας . Θα της έλεγε πως θέλει να φύγει . Θα την έπιανε από το χέρι και θα τρέχανε έξω από το σπίτι , πέρα από τον φράκτη πέρα από απρόσωπες ψυχές  . Αφοσιώθηκε στο να δημιουργήσει ένα ευνοικό κλίμα  . Μια ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να καθαρίσει το φορτίο των λέξεων για να μην σπάσουν με μανία στο έδαφος . Το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να την πληγώσει . Ακόμα όμως και αυτό ήταν στην λίστα .
   Μετά από δύο ώρες περίπου κατέβηκε από το δωμάτιό της βρήκε τον Χάρι να κοιτάει έξω απότο παράθυρο . Είχε μόλις αρχίσει να βρέχει. Πλησίαζε αργά προς το μέρος του όσο εκείνος παρακολουθούσε μία σταγόνα που γλιστρούσε πάνω στο τζάμι . " Πρέπει να φύγουμε από εδώ . Δεν Υπάρχει τίποτα που να μας κρατάει . Δεν υπάρχει τίποτα που  να ταρακουνάει την καρδιά μας . Πάμε να φύγουμε από εδώ ." Οι τελευταίοι φθόγγοι ακούστηκαν παράφωνοι . Έβηξε για να διορθώσει την φωνή του . Η Ελάιζα στήριξε το κεφάλι της στον ώμο του και με ένα νεύμα αποδέχτηκε την πρόταση.
  Η σιωπή είχε σταθεί ανάμεσά τους πολλές φορές . Ποτέ δεν τους χώριζε ως τώρα . Η συγκεκριμένη παύση , ωστόσο, ήταν ανυπόφορη . Ο Χάρι αισθανόταν το αίμα να χτυπά στο κεφάλι του . δεν μπορούσε να ελέγξει το σώμα του . Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και σύντομα μερικά δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του . Δεν ήξερε γιατί είχε αναστατωθεί τόσο . Ένιωθε πάντως πολύ καλύτερα που τα χέρια της Ελάιζα ήταν γύρω του . Παρόλο που την αισθανόταν , υπήρχε κάτι το άυλο σε εκείνη . Τα μάτια της ίσως που ήταν πάντοτε τόσο διαπεραστικά  ή τα χείλη της που όταν συστρέφονταν την έκαναν ακόμα πιο γοητευτική .
   Αν και η ανάσα της ζέσταινε τον ακάλυπτο λαιμό του ένιωθε μόνος στο δωμάτιο . Εκείνη για να τον ηρεμήσει έπιασε τα χέρια του και με όλη της την δύναμη τον έσπρωχνε προς το μέρος της . Άρχισαν να χορεύουν σε μια μελωδία που εκείνοι μόνο άκουγαν , Η μοναδική ελευθερία του Χάρι ήταν αυτή , εκείνη η άχρονη στιγμή που χόρευε με την Ελάιζα . Ξαφνικά αισθάνθηκε έναν αβάσταχτο πόνο στα πόδια . Δεν ήθελε να σταματήσει τον χορό και έσπρωχνε τον εαυτό του να συνεχίσει .
   Ο πόνος όμως γινόταν ολοένα και πιο δυνατός . Κοίταξε προς τα κάτω και είδε ότι ήταν ξυπόλυτος . Θυμόταν πως είχε φορέσει παπούτσια και όμως τώρα χόρευε  πάνω σε ένα ξύλινο δάπεδο που του άφησε αγκίδες στα γυμνά του πόδια . Σηκώνοντας το βλέμμα του είδες πως δεν υπήρχε κανένας στο δωμάτιο . Η Ελάιζα με την οποία προ λίγου χόρευε είχε εξαφανιστεί . Δεν θυμόταν τα ονόματα των υπόλοιπων μέσα στο σπίτι . Μόνο για το όνομα της Ελάιζα ήταν σίγουρος και όλο το φώναζε .
   Δεν έπαιρνε καμία απάντηση πίσω παρά μόνο την ηχώ της φωνής του . Παρατήρησε πως οι τοίχοι μετατρέπονταν σταδιακά σε στάχτη και σκορπίζονταν στον αέρα . Ο επιβλητικός φράκτης έπεσε σαν να ήταν χάρτινος και αντίκρισε έναν κόσμο διαφορετικό . Άνθρωποι με πολλές διαφορετικές εκφράσεις βάδιζαν βιαστικά προς κάθε κατεύθυνση . Παρόλο που δεν ήταν διαφορετικοί από εκείνους που είχε συνηθίσει στο σπίτι , είχαν τουλάχιστον άλλα πρόσωπα .
   Κάποιοι είχαν βλέμματα άδεια  , ορισμένοι το βλέμμα τους αντανακλούσε το πνεύμα τους . Ήταν λες και κοίταζαν προς τα μέσα , προς έναν εσωτερικό θησαυρό που οι περισσότεροι αγνοούσαν ή απλώς έριχναν του μια ματιά . Σε κάποιους τα χείλη τρεμόπαιζαν . Μια κοπέλα τα δάγκωνε . Ένας άντρας που καθόταν σε ένα παγκάκι έκανε διάφορες γκριμάτσες αποδοκιμασίας καθώς διάβαζε τα νέα  . Μία μητέρα στο απέναντι πάρκο γελούσε με τα κατορθώματα του παιδιού της ,
    Ο Χάρι είχε μείνει άναυδος από την μοναδικότητα  των ανθρώπων αυτών . Κύματα ζεστασιάς ένιωσε να τον γεμίσουν , Αγαπούσε στα ξαφνικά κάθε έναν από αυτούς και όλους μαζί ταυτόχρονα . Τους αγαπούσε με την ίδια ένταση που αγαπούσε και την Ελάιζα , λες και η αγάπη του προς εκείνη ήταν μονάχα ένα ξεδίπλωμα της ψυχής του . Μονάχα η αρχή της πορείας της αγάπης , η οποία στην συνέχεια της αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους και όλο τον κόσμο . Ναι , αυτή πρέπει να είναι η φύση της αγάπης σκέφτηκε .
   Ύστερα πάλι ένα ρίγος σκαρφάλωσε στην σπονδυλική του στήλη . Που ήταν η Ελάιζα ; Τί απέγινε το σπίτι του ; Άρχισε να ρωτάει τους περαστικούς για το σπίτι δίπλα στο πάρκο και για την Ελάιζα . Κανένας δεν του έδινε σημασία , σχεδόν σαν μην υπήρχε . Κάποια στιγμή μια γυναίκα τον πλησίασε και του έδωσε μερικά χρήματα στο χέρι . "Πάρτα πίσω δεν είμαι ζητιάνος ! Πάρτα πίσω και πες μου , πες μου τι απέγινε το σπίτι και η γυναίκα ." . Η κυρία τραβήχτηκε προς τα πίσω . Έμοιαζε σαν να έψαχνε κάποιο τρόπο διαφυγής .
   Ο Χάρι το συνειδητοποίησε αυτό έγκαιρα και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του . " Σας παρακαλώ μην φοβάστε  . Θέλω απλώς να μάθω τι  απέγινε αυτό το σπίτι που ήταν εδώ " . Η κυρία που είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της χαμογέλασε διστακτικά  και διηγήθηκε τα όσα γνώριζε .
    " Σε εκείνο το σπίτι έμενε μόνος του ένας άνδρας λένε που φοβόταν τους ανθρώπους . Έλεγε πως είναι τέρατα και γι'αυτό είναι καλύτερα να ζει μόνος του . Δημοσιογράφος ή συγγραφέας πρέπει να ήταν . Δεν ξέρω γιατί είχε απελπιστεί τόσο πολύ από τον κόσμο . Αν και εγώ πιστεύω πως στην πραγματικότητα είχε απελπιστεί από τον εαυτό του . Μισούσε τους ανθρώπους επειδή σε αυτούς αναγνώριζε κάτι από τον εαυτό του , κάτι που μισούσε στον ίδιο . Μάλλον το γεγονός ότι είναι γεμάτος ατέλειες και ελλατώματα . Εγώ πιστεύω πως χάρη σε αυτά κάποιος γίνεται σπουδαίος , αλλά υπάρχουν πολλές απόψεις . Δεν ξέρω .  Αυτός , λοιπόν, ήταν θεοπάλαβος . Κατασκεύασε ομοιώματα ανθρώπων για να αντέξει την μοναξιά . Όσοι τον ήξεραν είπαν πως δεν ήταν πάντα έτσι , αλλά μετά που η γυναίκα του σκοτώθηκε αποτρελάθηκε , Τώρα που το σκέφτομαι άνθρωπος την σκότωσε , δεν με εκπλήσσει που τους μίσησε . Κανένας δεν ξέρει τι απέγινε . Μια μέρα τον είδαν να βάζει φωτιά στο σπίτι και να τρέχει ημίγυμνος όσο πιο μακρυά μπορούσε . Αυτά ξέρω " .
     Ο Χάρι ένιωθε σαν να είχε ξυπνήσει από κάποιο εφιάλτη . Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει και μέσα από την διήγηση ολοένα και θυμόταν . Θυμόταν την απώλεια , τον θρήνο που έγινε οργή . Την ανάγκη του να εκδικηθεί ,να βρει έναν ένοχο . Θυμήθηκε το τυφλό μίσος του που δεν είχε συγκεκριμένο παραλήπτη . Θυμήθηκε πως με την πάροδο του χρόνου η μοναξιά ρίζωνε στο στήθος του και άρχιζε να τον βαραίνει .  Θυμήθηκε πάνω από όλα όμως τον φόβο  να ξανά εμπιστευτεί κάποιον , να ξανά εμπιστευτεί τον εαυτό του . Δεν μπορούσε να ανοιχτεί σε κανέναν και έτσι κλείστηκε στο παρελθόν του , στην ασφάλεια της απόστασης .
    Τώρα μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα κλαδιά της μοναξιάς που τον σκέπαζαν .  Τα πόδια του ήταν πράγματι ματωμένα επειδή χόρευε με ένα φάντασμα . Η ψυχή του όντως κρύωνε και για να αμυνθεί η καρδιά του στον κίνδυνο κατασκεύασε έναν δικό του κόσμο  στον οποίο φυλακίστηκε .Έπλασε ένα ψέμα την ώρα που διψούσε για μια αλήθεια , μιας και η αλήθεια του κόσμου ήταν πολύ στενή για τα μέτρα του .
   Έκλαιγε σαν μικρό παιδί . Η γυναίκα δίχως να μπορεί να βρει τα σωστά λόγια έπραξε με το ένστικτό της . Αντί να του δώσει συμβουλές ή έναν ώμο , άνοιξε τα χέρια της και τον αγκάλιασε . Τότε και μόνο τότε ο Χάρι θεραπεύτηκε από την απώλεια και από το μίσος του . Κατάλαβε πως η Ελάιζα δεν είχε ποτέ χαθεί από την στιγμή που η αγάπη του για εκείνην ωρίμασε και αποδέχτηκε όλον τον κόσμο σαν σύνολο . Η Ελάιζα ήταν η γυναίκα , τα δέντρα  , ουρανός  , το χώμα . Ήταν παντού γύρω του και αυτό όφειλε να το υμνήσει .
   Τα χείλη του τεντώθηκαν και από τους πόρους του δέρματος  του εξατμιζόταν η ευτυχία . Απλωνόταν στο σύμπαν και έδινε δύναμη , ώθηση , ενέργεια σε κάποιο αστέρι , κάπου στο σύμπαν να λάμψει στο χρώμα των ματιών της Ελάιζα .
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου